Τετάρτη 16 Μαΐου 2018
























Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ  


Η ιστορία αφορά έναν πρώτο ξάδερφο της γιαγιάς Κωνσταντινιάς, τον Γεράσιμο και αυτό που του συνέβη μια περίεργη, παγερή νύχτα του Γενάρη. Εκείνο το κρύο Σαββατόβραδο λοιπόν, στο καφενείο ενός μικρού χωριού του νομού Σερρών, τέσσερις φίλοι τσουγκρίζουν ποτήρια γεμάτα με κόκκινο κρασί. Είναι οι μόνοι που απέμειναν στο μαγαζί, ξεχασμένοι από νωρίς το απόγευμα. Πίνουν, λένε ανέκδοτα και γελάνε δυνατά! Ο Βαγγέλης ο καφετζής, που κάθεται στο αντικρινό τραπέζι, σκουπίζει με την ποδιά του τα ποτήρια και χασμουριέται. Απ’ το πρωί στο πόδι, τρέχει όλη τη μέρα για να κρατήσει όρθιο το μοναδικό καφενείο του χωριού. Είναι τόσο κουρασμένος, που δεν έχει τη διάθεση ν’ ακούσει τ’ αστεία των συγχωριανών του και προσποιείται πως πίνει το κρασί που τον κερνάνε κάθε τόσο. «Παλικάρια… Δώδεκα κοντεύει! Δε με πληρώνεται σιγά – σιγά, να τραβήξετε κατά τα σπίτια σας, μην πάει κάνας άλλος; Άιντε μπράβο, μπας και προλάβω κι εγώ ο ταλαίπωρος ν’ απλώσω λιγάκι τις αρίδες μου, γιατί αύριο πάλι εδώ θα’ μαι, απ’ τις έξι!» «Σιγά μην έρθεις απ’ τις έξι ρε Βαγγέλα, Κυριακάτικα…» «Εγώ εδώ θα είμαι και θα τρίβω λάχανο και καρότο στο ριντέ, για τις σαλάτες! Τα σαράντα του Πόλυ αύριο, το ξέχασες; Πενήντα νοματαίους έχω να ταΐσω. Δεν έρχεσαι κι εσύ Γεράσιμε, να βάλεις κάνα χεράκι;» Τι ήτανε να πει ο Βαγγέλης για το μνημόσυνο του Πόλυ; Πάνω που είχαν ξεμείνει κι από ανέκδοτα… Βρήκαν οι τέσσερις φίλοι λόγο για να συνεχίσουν να γελάνε, μνημονεύοντας τα καμώματα του Πόλυ, του τρελού του χωριού! Και θυμάστε ο Πόλυς αυτό; Θυμάστε ο Πόλυς εκείνο; Και δώστου ξανά γέλια και τσουγκρίσματα με τα ποτήρια, ακόμα κι απ’ τον Βαγγέλη αυτή τη φορά, γιατί καθώς φαίνεται, οι παλαβομάρες του Πόλυ είχαν περισσότερο γούστο απ’ τα ανέκδοτα! «Θυμάστε ρε σεις τι έλεγε συνέχεια ο Πόλυς, εδώ στο καφενείο; Ότι σαν πέθαινε, θα βρικολάκιαζε λέει για να εκδικηθεί όσους τον κορόιδευαν εν ζωή!» Ξεράθηκαν όλοι στα γέλια, εκτός απ’ τον Παντελή, που δείχνει σκεφτικός. «Για σταθείτε ρε σεις… Ο Σταύρος δεν τον κορόιδευε όπου και να τον πετύχαινε;» «Ε και;» «Τι ε και ρε Γεράσιμε; Προχθές δεν έπεσε απ’ τη φοράδα και κόντεψε να τσακίσει το σβέρκο του; Ο Πασχάλης ο κουνιάδος του που ήτανε μπροστά, είπε πως το ζωντανό τρόμαξε ξαφνικά, λες και είδε μπροστά του τον οξαποδώ! Άγιο είχε ο Σταύρος που τη γλύτωσε σας λέω…» Ο μόνος που γελάει ακόμη, είναι ο Βαγγέλης ο καφετζής, κι εκείνος νυσταγμένα. «Για φαντάσου… Ύστερα σου λένε να μην πιστεύεις στα φαντάσματα!» Είπε και την ίδια στιγμή λούζει κρύος ιδρώτας τον Παντελή, γιατί σκέφτεται πως έχει να γυρίσει και στο σπίτι του, που βρίσκεται ένα χιλιόμετρο μακριά απ’ το χωριό! «Τι έγινε Παντελάκο; Άσπρισες σαν το πανί! Τον κορόιδευες κι εσύ τον Πόλυ έτσι;» Τον ειρωνεύεται ο Γεράσιμος. «Γιατί, μήπως κι εσύ δεν τον κορόιδευες;» «Ναι, αλλά εγώ δεν φοβάμαι…» «Επειδή το σπίτι σου είναι απέναντι.» «Όχι γι’ αυτό, επειδή δεν πιστεύω σε τέτοιες βλακείες!» «Κι όμως κουμπάρε… Θα μπορούσε το πνεύμα του…» Ο Γεράσιμος δεν επέτρεψε στον κουμπάρο του τον Γιάννη να ολοκληρώσει τη φράση του… «Ποιο πνεύμα ρε Γιάννη; Σε είχα και για έξυπνο, πανάθεμα σε… Πέθανε ο άνθρωπος; Τον παράχωσαν στο χώμα; Αυτό ήταν! Πάει, τελείωσε! Όλα τ’ άλλα για βρικόλακες και φαντάσματα, είναι για τους μωρόπιστους.» « Κι αυτά που λένε πως ακούσαν κάποιοι, που πέρασαν βράδυ έξω απ’ τα νεκροταφεία; Τι είναι αυτή η παιδική φωνή που κλαίει και ζητάει βοήθεια;» «Παραμύθια της Χαλιμάς! Ξύπνα καημένε Παντελή...» Ο Βαγγέλης που στο μεταξύ είχε αρχίσει να λαγοκοιμάται, πετιέται ξαφνικά…» «Κι εγώ την άκουσα τη φωνή αυτή!» «Ορίστε, κι ο Βαγγέλης την άκουσε! Τι να γίνεται άραγε μέσα στα νεκροταφεία μετά τα μεσάνυχτα;» Είπε ο Παντελής κάνοντας τον Γιάννη και τον Βαγγέλη ν’ ανατριχιάσουν. Μόνο ο Γεράσιμος έσκασε ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Ε, λοιπόν, για να σας αποδείξω πως όσα λέτε είναι βλακείες, μόλις το ρολόι δείξει δώδεκα, εγώ θα πάω μέσα στα νεκροταφεία!» «Καλά, σε πιστέψαμε.» «Όχι, σοβαρά μιλάω! Ποιος βάζει ένα στοίχημα;» Όλοι ήταν πρόθυμοι να βάλλουν εκείνο το στοίχημα κι έδωσαν τα χέρια! Όποιος έχανε, έπρεπε να πληρώσει το λογαριασμό εκείνου του τραπεζιού στο καφενείο. «Θα μπεις μέσα όμως!» Τόνισε ο Παντελής. «Μέσα!» Τον βεβαίωσε ο Γεράσιμος. «Θα πας μέχρι το μνήμα του Πόλυ! Κάτω απ’ το μαύρο κυπαρίσσι, που το βάρεσε ο κεραυνός τις προάλλες...» Συμπλήρωσε ο κουμπάρος του ο Γιάννης. «Στο μνήμα του Πόλυ, εντάξει! Όπου θέλετε.» Βεβαίωσε ξανά ο Γεράσιμος. «Και πως θα ξέρουμε ότι πήγες μέχρι το μνήμα του Πόλυ;» Ρώτησε ο Παντελής. «Περιμένετε!» Πετάχτηκε ο Βαγγέλης κι έτρεξε στην κουζίνα του. Επέστρεψε αμέσως, κρατώντας ένα κουζινομάχαιρο. «Τι είναι αυτό;» Ρωτάει ο Γεράσιμος με απορία. «Μαχαίρι!» «Το βλέπω. Γιατί μου το έφερες ρωτάω!» «Για απόδειξη! Αυτό το μαχαίρι θα το καρφώσεις επάνω στο μνήμα του Πόλυ! Αύριο το πρωί που θα τον διαβάσει ο παπάς, θα δούμε ποιος κέρδισε το στοίχημα!» Το ρολόι με το εκκρεμές, στον τοίχο, χτυπάει δώδεκα φορές. Ο Γεράσιμος σηκώνεται όρθιος, αρπάζει το μαχαίρι, το χώνει στην τσέπη του παλτού του κι απομακρύνεται. «Κύριοι… Τα λέμε το πρωί!» Διασχίζει τον κεντρικό δρόμο του χωριού, βγάζει το μαχαίρι απ’ την τσέπη και κοιτάζει πίσω του, γιατί νιώθει πως τον παρακολουθούν. Γνωρίζει άλλωστε το πόσο πειραχτήρια είναι οι φίλοι του... Τελικά, στρίβει απ’ το μονοπάτι με τις φλαμουριές, βάζει ξανά το μαχαίρι στην τσέπη, κουμπώνει όλα τα κουμπιά απ’ το παλτό μέχρι απάνω, για να μην τρέμει απ’ το κρύο κι ανοίγει το βήμα του για να ζεσταθεί, αλλά και για να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα. Πριν το ρολόι του καμπαναριού, στην εκκλησιά του χωριού, χτυπήσει δώδεκα και μισή, βρίσκεται ήδη έξω απ’ την κεντρική είσοδο των νεκροταφείων. 


Κοντοστέκεται… Νιώθει το κρύο να του τρυπάει τα κόκαλα και την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Ανοίγει την βαριά σιδερένια καγκελόπορτα, που διαταράζει με μια μακρόσυρτη στριγκλιά τη γαλήνη της νύχτας… Μπαίνει στον εσωτερικό χώρο των νεκροταφείων και βαδίζει με προσεκτικά βήματα, νιώθοντας τα πόδια του να τρεκλίζουν! Φτάνει μπροστά στον τάφο του Πόλυ, κάτω απ’ το κεραυνοχτυπημένο κυπαρίσσι. Γονατίζει στο έδαφος και παραμερίζει με το χέρι του τα σαπισμένα κυκλάμινα που βρίσκονται σκορπισμένα πάνω στο υγρό χώμα. Βγάζει το μαχαίρι απ’ την τσέπη και ρίχνει μια ματιά τριγύρω… Τη στιγμή εκείνη, ένα ελαφρύ αεράκι κάνει τα μισά απ’ τα αναμμένα καντηλάκια στα μνήματα, να σβήσουν και τα τζάμια στα πορτάκια απ’ τα μαρμάρινα εικονοστάσια να τρίζουν. Ντιν ντιν ντιν… Δεξιά κι αριστερά, ντιν ντιν ντιν… μπρος και πίσω απ’ τον Γεράσιμο, τζάμια που συντονίζονται και χτυπούν ρυθμικά! Ο γονατιστός άντρας σκιάζεται και βγάζει μια πνιχτή κραυγή! Σταυροκοπιέται τρεις φορές… Σηκώνει το μαχαίρι με τα δυο του χέρια που τρέμουν από κρύο κι από μούδιασμα… Κι εκεί που ετοιμάζεται να το καρφώσει στο χώμα, ακούγεται πάνω απ’ το κεφάλι του η κραυγή μιας κουκουβάγιας, που στέκεται στην κορυφή του μαύρου δέντρου. Στη συνέχεια η κουκουβάγια ανοίγει τα φτερά της και με αργό φτερούγισμα χάνεται στο σκοτάδι. Ο Γεράσιμος νιώθει το μούδιασμα να απλώνεται σε όλο του το κορμί. « Αυτό θα κάνω κι εγώ! Θα εξαφανιστώ μια ώρα αρχύτερα από δω!» Καταφέρνει να ψελλίσει και κατεβάζει με δύναμη το μαχαίρι, καρφώνοντας το στο χώμα που σκεπάζει τον Πόλυ. Με μια σβέλτη κίνηση κάνει να σηκωθεί για να φύγει, όμως κάτι τον τραβάει πίσω με δύναμη! Ένας κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό του και τον πνίγει! Πέφτει μπρούμυτα πάνω στο μνήμα του Πόλυ, με το πρόσωπο χωμένο στα σαπισμένα λουλούδια που βρίσκονταν εκεί απ’ την ημέρα της κηδείας. Τα χέρια του σφίγγουν με δύναμη το χώμα, για λίγα δευτερόλεπτα… Στη συνέχεια οι λαβές του χαλαρώνουν, ξεφυσάει τον αέρα απ’ τα πνευμόνια του... Κι ελευθερώνεται! Το επόμενο πρωί τον βρήκε όπως ακριβώς τον είχε αφήσει η νύχτα! Γονατιστό, με τα χέρια ανοιχτά, ξαπλωμένο μπρούμυτα πάνω στο μνήμα του Πόλυ, σαν να τον προσκυνούσε. Καθώς τον σήκωναν οι δυο του φίλοι, φάνηκε η λαβή του μαχαιριού που ήταν καρφωμένο στο χώμα, αφού πρώτα είχε διαπεράσει το μάλλινο ύφασμα απ’ την άκρη του παλτού του!
Έτσι ο Γεράσιμος κέρδισε το στοίχημα, αφού δεν πλήρωσε ποτέ εκείνο το τραπέζι… Όμως τον τελευταίο του λογαριασμό, τον ξόφλησε το προηγούμενο βράδυ στον τέταρτο φίλο του, πληρώνοντας με την καρδία του μάλιστα, το ακριβότερο τίμημα.


Κώστας Μεταλλίδης…

Τρίτη 15 Μαΐου 2018

Reviews > Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ by Κώστας Μεταλλίδης 
Read

by

75097619
's review
May 09, 2018

it was amazing

Μια ιστορία ψυχογράφημα του καθενός απο εμάς. Η ιστορία του συγγραφέα εμπεριέχει εμάς και κάποιους απο του παιδικούς μας φίλους. θα χαρακτήριζα την ιστορία ως το συμβολισμό του περάσματος προς την ενηλικίωση μας. σε κάθε του σελίδα θυμήθηκα κατι απο τα παιδικά μου χρόνια και αυτο δε μπορεί παρα να με ευχαριστει που το διάβασα. λόγος αληθινός και στρωτος, ιστορία για πολύ σκέψη.
2 likes · flag